- φεψάλυξ
- φεψάλυξ, οὐδὲ φεψάλυξ, auch nicht ein Fünkchen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φεψάλυξ — spark masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεψάλυξ — υγος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. φέψαλος* 2. μτφ. ίχνος («ἀλλ οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα υξ, υγος (πρβλ. πομφόλ υξ)] … Dictionary of Greek
φεψαλύγων — φεψάλυξ spark masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεψάλυγες — φεψάλυξ spark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεψάλυγος — φεψάλυξ spark masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβάλυξ — υγος, ὁ, Α ταρακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + εκφραστικό ένθημα λ και ουρανικό επίθημα υγ ς (πρβλ. πομφόλυξ, φεψάλυξ)] … Dictionary of Greek